- προσπήγματα
- πρόσπηγμαthat which gathers and hardens on a placeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσπηγμα — ήγματος, τὸ, Α [προσπήγνυμι] 1. ύλη που συγκεντρώνεται και στερεοποιείται σε ένα μέρος («προσπήγματα μύξης», Ιπποκρ.) 2. στον πληθ. τὰ προσπήγματα (κατά τον Ησύχ.) μέρη πλοίου … Dictionary of Greek